Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvacuità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [vakuiˈta] 1 κενό 2 κενότητα 3 κενός χώρος 4 κουφότητα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |