Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvacillazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [vaʧillatˈtsjone] 1 ρίγος 2 αχνοφέγγισμα 3 τρεμοπαίξιμο 4 τρίκλισμα 5 ταλάντευση 6 τρεμούλιασμα 7 τρεμούλα 8 αστάθεια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |