Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvacùolo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [vaˈkuolo] 1 κοιλότητα κενή σε πρωτόπλασμα 2 χυμοτόπιο 3 κενοτόπιο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |