Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vaccinatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [vatʧinaˈtore]

εμβολιαστής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vaccinato vaccinazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vacchetta (θηλ.ουσ)
vaccina (θηλ.ουσ)
vaccinabile (επίθ.)
vaccinare (ρ. μτβ.)
vaccinato (επίθ.)
vaccinatore (αρσ. επίθ και ουσ)
vaccinazione (θηλ.ουσ)
vaccinico (επίθ.)
vaccino (ουσ αρσ )
vaccino (επίθ.)
vaccinoprofilassi (θηλ.ουσ)
vaccinoterapia (θηλ.ουσ)
vacillamento (ουσ αρσ )
vacillante (επίθ.)
vacillare (ρ.αμτβ.)
vacillazione (θηλ.ουσ)
vacuità (θηλ.ουσ)
vacuo (ουσ αρσ )
vacuo (επίθ.)
vacuolare (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---