Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

surrealìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) suscitatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
surrealìstico (επίθ.) susìna (θηλ.ουσ)
surrenàle (επίθ.) susìno (ουσ αρσ )
surrène (ουσ αρσ ) suspicióne (θηλ.ουσ)
surrettìzio (επίθ.) susseguènte (επίθ.)
surrezióne (θηλ.ουσ) susseguenteménte (επίρ.)
surricordàto (επίθ.) susseguìre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
surriferìto (επίθ.) sussidiàre (ρ. μτβ.)
surriscaldaménto (ουσ αρσ ) sussidiàrio (ουσ αρσ )
surriscaldàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) sussidiàrio (επίθ.)
surriscaldàto (επίθ.) sussidiatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
surriscaldatóre (ουσ αρσ ) sussìdio (ουσ αρσ )
surrogàbile (επίθ.) sussiègo (ουσ αρσ )
surrogàre (ρ. μτβ.) sussiegóso (επίθ.)
surrogàto (αρσ. επίθ και ουσ) sussistènte (επίθ.)
surrogatòrio (επίθ.) sussistènza (θηλ.ουσ)
surrogazióne (θηλ.ουσ) sussìstere (ρ.αμτβ.)
survoltàre (ρ. μτβ.) sussultàre (ρ.αμτβ.)
survoltóre (ουσ αρσ ) sussùlto (ουσ αρσ )
suscettànza (θηλ.ουσ) sussultòrio (επίθ.)
suscettìbile (επίθ.) sussùmere (ρ. μτβ.)
suscettibilità (θηλ.ουσ) sussunzióne (θηλ.ουσ)
suscettività (θηλ.ουσ) sussurràre (ρ.αμτβ.)
suscettìvo (επίθ.) sussurràre (ρ. μτβ.)
suscitàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) sussurratóre (αρσ. επίθ και ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: