Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


surrogàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [surroˈgato]

1 υποκατάστατο
2 αναπληρωτής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  surrogare surrogatorio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

surriscaldare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
surriscaldato (επίθ.)
surriscaldatore (ουσ αρσ )
surrogabile (επίθ.)
surrogare (ρ. μτβ.)
surrogato (αρσ. επίθ και ουσ)
surrogatorio (επίθ.)
surrogazione (θηλ.ουσ)
survoltare (ρ. μτβ.)
survoltore (ουσ αρσ )
suscettanza (θηλ.ουσ)
suscettibile (επίθ.)
suscettibilità (θηλ.ουσ)
suscettività (θηλ.ουσ)
suscettivo (επίθ.)
suscitare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
suscitatore (αρσ. επίθ και ουσ)
susina (θηλ.ουσ)
susino (ουσ αρσ )
suspicione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---