Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsuscitatóre
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [suʃʃitaˈtore] 1 εμπνευστής 2 παρακινητής 3 υποκινητής 4 διεγέρτης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |