Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


suscettibilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [suʃʃettibiliˈta]

1 ευθιξία
2 υπερευαισθησία
3 ευπάθεια
4 επιδεκτικότητα
5 ευαισθησία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  suscettibile suscettività  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

surrogazione (θηλ.ουσ)
survoltare (ρ. μτβ.)
survoltore (ουσ αρσ )
suscettanza (θηλ.ουσ)
suscettibile (επίθ.)
suscettibilità (θηλ.ουσ)
suscettività (θηλ.ουσ)
suscettivo (επίθ.)
suscitare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
suscitatore (αρσ. επίθ και ουσ)
susina (θηλ.ουσ)
susino (ουσ αρσ )
suspicione (θηλ.ουσ)
susseguente (επίθ.)
susseguentemente (επίρ.)
susseguire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sussidiare (ρ. μτβ.)
sussidiario (ουσ αρσ )
sussidiario (επίθ.)
sussidiatore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---