Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


susìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [suˈzino], [suˈsino]

δαμασκηνιά Prunus domestica


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  susina suspicione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

suscettività (θηλ.ουσ)
suscettivo (επίθ.)
suscitare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
suscitatore (αρσ. επίθ και ουσ)
susina (θηλ.ουσ)
susino (ουσ αρσ )
suspicione (θηλ.ουσ)
susseguente (επίθ.)
susseguentemente (επίρ.)
susseguire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sussidiare (ρ. μτβ.)
sussidiario (ουσ αρσ )
sussidiario (επίθ.)
sussidiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sussidio (ουσ αρσ )
sussiego (ουσ αρσ )
sussiegoso (επίθ.)
sussistente (επίθ.)
sussistenza (θηλ.ουσ)
sussistere (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---