Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsussistènza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [sussisˈtɛntsa] 1 τμήμα εφοδιασμού 2 συντήρηση 3 ύπαρξη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |