Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sussurrìo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sussurˈrio]

1 μουρμουρητό
2 μουρμούρισμα
3 θρόισμα
4 ψιθυρισμός
5 ψιθύρισμα
6 μουρμούρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sussurrazione sussurro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sussunzione (θηλ.ουσ)
sussurrare (ρ.αμτβ.)
sussurrare (ρ. μτβ.)
sussurratore (αρσ. επίθ και ουσ)
sussurrazione (θηλ.ουσ)
sussurrio (ουσ αρσ )
sussurro (ουσ αρσ )
sussurrone (αρσ. επίθ και ουσ)
susta (θηλ.ουσ)
sutura (θηλ.ουσ)
suturale (επίθ.)
suturare (ρ. μτβ.)
suvvia (επιφ.)
suzione (θηλ.ουσ)
svagare (ρ. μτβ.)
svagarsi (ρ.μ. (αντων.))
svagataggine (θηλ.ουσ)
svagatezza (θηλ.ουσ)
svagato (ουσ αρσ )
svagato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---