Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsussurrazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [sussurratˈtsjone] 1 ψιθύρισμα 2 ψιθυρισμός 3 σούσουρο 4 ψίθυρος 5 μουρμούρα 6 μουρμουρητό 7 μουρμούρισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |