Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsussiegóso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [sussjeˈgoso], [sussjeˈgozo] 1 περήφανος 2 αλαζονικός 3 επηρμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |