Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsussùlto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [susˈsulto] 1 τάραγμα 2 τίναγμα 3 σκίρτημα 4 τρεμούλιασμα 5 τράνταγμα 6 δόνηση 7 άλμα 8 σύσπαση 9 εκκίνηση 10 σαλτάρισμα 11 ανασκίρτηση 12 πήδημα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |