Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsussìstere
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [susˈsistere] 1 ευσταθώ 2 στέκω 3 ισχύω για 4 έχω έρεισμα 5 υπάρχω 6 τρέφομαι 7 συντηρούμαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |