Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsussìdio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [susˈsidjo] η βοήθεια, η επικουρία permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαsussidi [αρσ. πλυθ.] audiovisivi = τα οπτικοακουστικά μέσα || sussidio [αρσ.] di disoccupazione = το ταμείο ανεργίας Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |