Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sussultàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [sussulˈtare]

1 πετάγομαι
2 ξεπηδώ
3 τινάζομαι
4 σκιρτώ
5 ανατινάζομαι
6 αρχίζω
7 αναπηδώ
8 συσπώμαι
9 εκκινώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sussistere sussulto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sussiego (ουσ αρσ )
sussiegoso (επίθ.)
sussistente (επίθ.)
sussistenza (θηλ.ουσ)
sussistere (ρ.αμτβ.)
sussultare (ρ.αμτβ.)
sussulto (ουσ αρσ )
sussultorio (επίθ.)
sussumere (ρ. μτβ.)
sussunzione (θηλ.ουσ)
sussurrare (ρ.αμτβ.)
sussurrare (ρ. μτβ.)
sussurratore (αρσ. επίθ και ουσ)
sussurrazione (θηλ.ουσ)
sussurrio (ουσ αρσ )
sussurro (ουσ αρσ )
sussurrone (αρσ. επίθ και ουσ)
susta (θηλ.ουσ)
sutura (θηλ.ουσ)
suturale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---