Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


suscitàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [suʃʃiˈtare]

1 παροξύνω
2 ξανάβω
3 καλώ σε δράση
4 φλογίζω
5 συναρπάζω
6 προκαλώ
7 εξεγείρω
8 συγκλονίζω
9 μοχλεύω
10 αναμοχλεύω
11 εξάπτω
12 διεγείρω
13 συνδαυλίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  suscettivo suscitatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

suscettanza (θηλ.ουσ)
suscettibile (επίθ.)
suscettibilità (θηλ.ουσ)
suscettività (θηλ.ουσ)
suscettivo (επίθ.)
suscitare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
suscitatore (αρσ. επίθ και ουσ)
susina (θηλ.ουσ)
susino (ουσ αρσ )
suspicione (θηλ.ουσ)
susseguente (επίθ.)
susseguentemente (επίρ.)
susseguire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sussidiare (ρ. μτβ.)
sussidiario (ουσ αρσ )
sussidiario (επίθ.)
sussidiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sussidio (ουσ αρσ )
sussiego (ουσ αρσ )
sussiegoso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---