Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


suscettànza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [suʃʃetˈtantsa]

1 μαγνητική επιδεκτικότητα
2 ηλεκτρική επιδεκτικότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  survoltore suscettibile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

surrogato (αρσ. επίθ και ουσ)
surrogatorio (επίθ.)
surrogazione (θηλ.ουσ)
survoltare (ρ. μτβ.)
survoltore (ουσ αρσ )
suscettanza (θηλ.ουσ)
suscettibile (επίθ.)
suscettibilità (θηλ.ουσ)
suscettività (θηλ.ουσ)
suscettivo (επίθ.)
suscitare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
suscitatore (αρσ. επίθ και ουσ)
susina (θηλ.ουσ)
susino (ουσ αρσ )
suspicione (θηλ.ουσ)
susseguente (επίθ.)
susseguentemente (επίρ.)
susseguire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sussidiare (ρ. μτβ.)
sussidiario (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---