Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsurrogazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [surrogatˈtsjone] 1 αντικατάσταση 2 υποκατάσταση 3 αντικατάσταση πιστωτή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |