Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


suscettività  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [suʃʃettiviˈta]

1 ευπάθεια
2 δεκτικότητα
3 επιδεκτικότητα
4 ευαισθησία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  suscettibilità suscettivo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

survoltare (ρ. μτβ.)
survoltore (ουσ αρσ )
suscettanza (θηλ.ουσ)
suscettibile (επίθ.)
suscettibilità (θηλ.ουσ)
suscettività (θηλ.ουσ)
suscettivo (επίθ.)
suscitare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
suscitatore (αρσ. επίθ και ουσ)
susina (θηλ.ουσ)
susino (ουσ αρσ )
suspicione (θηλ.ουσ)
susseguente (επίθ.)
susseguentemente (επίρ.)
susseguire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sussidiare (ρ. μτβ.)
sussidiario (ουσ αρσ )
sussidiario (επίθ.)
sussidiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sussidio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---