Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


surrealìsta  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [surreaˈlista]

1 υπερρεαλιστής
2 σουρεαλιστής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  surrealismo surrealistico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

surmolotto (ουσ αρσ )
surplace (ουσ αρσ )
surplus (ουσ αρσ )
surreale (επίθ.)
surrealismo (ουσ αρσ )
surrealista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
surrealistico (επίθ.)
surrenale (επίθ.)
surrene (ουσ αρσ )
surrettizio (επίθ.)
surrezione (θηλ.ουσ)
surricordato (επίθ.)
surriferito (επίθ.)
surriscaldamento (ουσ αρσ )
surriscaldare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
surriscaldato (επίθ.)
surriscaldatore (ουσ αρσ )
surrogabile (επίθ.)
surrogare (ρ. μτβ.)
surrogato (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---