Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsurplus
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [surˈplus] 1 πλεόνασμα 2 πλεόνασμα πολεμικού υλικού 3 περίσσεια 4 περίσσεμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |