Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsurmenage
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [surmeˈnaʒ] 1 διανοητική ένταση 2 κούραση από μεγάλη προπόνηση 3 καταπόνηση 4 υπερκόπωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |