Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


surmenage  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [surmeˈnaʒ]

1 διανοητική ένταση
2 κούραση από μεγάλη προπόνηση
3 καταπόνηση
4 υπερκόπωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  suriezione surmolotto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

surgelamento (ουσ αρσ )
surgelare (ρ. μτβ.)
surgelato (ουσ αρσ )
surgelato (επίθ.)
suriezione (θηλ.ουσ)
surmenage (ουσ αρσ )
surmolotto (ουσ αρσ )
surplace (ουσ αρσ )
surplus (ουσ αρσ )
surreale (επίθ.)
surrealismo (ουσ αρσ )
surrealista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
surrealistico (επίθ.)
surrenale (επίθ.)
surrene (ουσ αρσ )
surrettizio (επίθ.)
surrezione (θηλ.ουσ)
surricordato (επίθ.)
surriferito (επίθ.)
surriscaldamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---