Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prostituìre (ρ. μτβ.) proteolìsi (θηλ.ουσ)
prostituirsi (ρ.μ. (αντων.)) proterandrìa (θηλ.ουσ)
prostitùta (θηλ.ουσ) proteroginìa (θηλ.ουσ)
prostituzióne (θηλ.ουσ) protervaménte (επίρ.)
prostràre (ρ. μτβ.) protèrvia (θηλ.ουσ)
prostrarsi (ρ.μ. (αντων.)) protèrvo (επίθ.)
prostràto (αρσ. επίθ και ουσ) pròtesi, protési (θηλ.ουσ)
prostrazióne (θηλ.ουσ) protèsico (επίθ.)
prosuòcera (θηλ.ουσ) protesìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
prosuòcero (ουσ αρσ ) protèsta (θηλ.ουσ)
protagonìsta (ουσ αρσ ) protestànte (ουσ αρσ )
protagonìsta (θηλ.ουσ) protestànte (επίθ.)
protalamio (ουσ αρσ ) protestantésimo (ουσ αρσ )
protàllo (ουσ αρσ ) protestàntico (επίθ.)
pròtasi (θηλ.ουσ) protestàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
protèggere (ρ. μτβ.) protestarsi (ρ.μ. (αντων.))
proteggersi (ρ.μ. (αντων.)) protestatàrio (αρσ. επίθ και ουσ)
protèico (επίθ.) protestatóre (ουσ αρσ )
proteifórme (επίθ.) protèsto (ουσ αρσ )
proteìna (θηλ.ουσ) protettìvo (επίθ.)
proteinoterapìa (θηλ.ουσ) protètto (ουσ αρσ )
pròtele (ουσ αρσ ) protètto (επίθ.)
protèndere (ρ. μτβ.) protettoràto (ουσ αρσ )
protendersi (ρ.μ. (αντων.)) protettóre (ουσ αρσ )
pròteo (ουσ αρσ ) protettóre (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: