Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


protestantésimo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [protestanˈtezimo]

προτεσταντισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  protestante protestantico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

protesico (επίθ.)
protesista (ουσ αρσ και θηλ.)
protesta (θηλ.ουσ)
protestante (ουσ αρσ )
protestante (επίθ.)
protestantesimo (ουσ αρσ )
protestantico (επίθ.)
protestare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
protestarsi (ρ.μ. (αντων.))
protestatario (αρσ. επίθ και ουσ)
protestatore (ουσ αρσ )
protesto (ουσ αρσ )
protettivo (επίθ.)
protetto (ουσ αρσ )
protetto (επίθ.)
protettorato (ουσ αρσ )
protettore (ουσ αρσ )
protettore (επίθ.)
protettrice (θηλ.ουσ)
protezione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---