Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόprotestànte
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [protesˈtante] ο προτεστάντης, η προτεστάντισσα protestànte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [protesˈtante] προτεσταντικός (-ή, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |