Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόprotestatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [protestaˈtore] 1 άνθρωπος που κάνει παράσταση διαμαρτυρίας 2 διαμαρτυρόμενος 3 διαδηλωτής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |