Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόprotèsto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [proˈtɛsto] 1 παράσταση διαμαρτυρίας 2 διαμαρτύρηση 3 αγωγή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |