Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόprotètto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [proˈtɛtto] 1 ευνοούμενος 2 προστατευόμενος protètto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [proˈtɛtto] προστατευμένος (-η, -ο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |