Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


protezióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [protetˈtsjone]

η προστασία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  protettrice protezionismo  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


fattore [αρσ.] di protezione [θηλ.] = ο δείκτης προστασία || (αντιλιακή κρέμα) fattore [αρσ.] di protezione = (di crema solare) δείκτης προστασίας


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

protetto (επίθ.)
protettorato (ουσ αρσ )
protettore (ουσ αρσ )
protettore (επίθ.)
protettrice (θηλ.ουσ)
protezione (θηλ.ουσ)
protezionismo (ουσ αρσ )
protezionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
protezionistico (επίθ.)
protio (ουσ αρσ )
protista (ουσ αρσ )
proto (ουσ αρσ )
protoattinio (ουσ αρσ )
protocollare (επίθ.)
protocollare (ρ. μτβ.)
protocollista (ουσ αρσ και θηλ.)
protocollo (ουσ αρσ )
protomartire (ουσ αρσ και θηλ.)
protome (θηλ.ουσ)
protomedico (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---