Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόprotesìsta
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [proteˈzista] 1 προσθετικός οδοντίατρος 2 οδοντίατρος ειδικός της προσθετικής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |