Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


protèrvia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [proˈtɛrvja]

1 υπεροψία
2 ιταμότητα
3 αλαζονεία
4 θρασύτητα
5 ξιπασιά
6 αυθάδεια
7 προπέτεια
8 θράσος
9 ξεδιαντροπιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  protervamente protervo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

proteo (ουσ αρσ )
proteolisi (θηλ.ουσ)
proterandria (θηλ.ουσ)
proteroginia (θηλ.ουσ)
protervamente (επίρ.)
protervia (θηλ.ουσ)
protervo (επίθ.)
protesi (θηλ.ουσ)
protesico (επίθ.)
protesista (ουσ αρσ και θηλ.)
protesta (θηλ.ουσ)
protestante (ουσ αρσ )
protestante (επίθ.)
protestantesimo (ουσ αρσ )
protestantico (επίθ.)
protestare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
protestarsi (ρ.μ. (αντων.))
protestatario (αρσ. επίθ και ουσ)
protestatore (ουσ αρσ )
protesto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---