ItalianoGreco


protèrvia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [proˈtɛrvja]

1 υπεροψία
2 ιταμότητα
3 αλαζονεία
4 θρασύτητα
5 ξιπασιά
6 αυθάδεια
7 προπέτεια
8 θράσος
9 ξεδιαντροπιά


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---