Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pròteo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈprɔteo]

βακτήριο γένους proteus (proteus anguineus)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  protendersi proteolisi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

proteina (θηλ.ουσ)
proteinoterapia (θηλ.ουσ)
protele (ουσ αρσ )
protendere (ρ. μτβ.)
protendersi (ρ.μ. (αντων.))
proteo (ουσ αρσ )
proteolisi (θηλ.ουσ)
proterandria (θηλ.ουσ)
proteroginia (θηλ.ουσ)
protervamente (επίρ.)
protervia (θηλ.ουσ)
protervo (επίθ.)
protesi (θηλ.ουσ)
protesico (επίθ.)
protesista (ουσ αρσ και θηλ.)
protesta (θηλ.ουσ)
protestante (ουσ αρσ )
protestante (επίθ.)
protestantesimo (ουσ αρσ )
protestantico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---