Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


proteìna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [proteˈina]

1 πρωτεΐνη
2 λεύκωμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  proteiforme proteinoterapia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

protasi (θηλ.ουσ)
proteggere (ρ. μτβ.)
proteggersi (ρ.μ. (αντων.))
proteico (επίθ.)
proteiforme (επίθ.)
proteina (θηλ.ουσ)
proteinoterapia (θηλ.ουσ)
protele (ουσ αρσ )
protendere (ρ. μτβ.)
protendersi (ρ.μ. (αντων.))
proteo (ουσ αρσ )
proteolisi (θηλ.ουσ)
proterandria (θηλ.ουσ)
proteroginia (θηλ.ουσ)
protervamente (επίρ.)
protervia (θηλ.ουσ)
protervo (επίθ.)
protesi (θηλ.ουσ)
protesico (επίθ.)
protesista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---