Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


protèndere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [proˈtɛndere]

1 εκτείνω
2 επεκτείνω
3 απλώνω
4 αντέχω
5 προτείνω

protendersi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [proˈtɛndersi]

1 στηρίζομαι
2 απλώνομαι
3 τεντώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  protele proteo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

proteico (επίθ.)
proteiforme (επίθ.)
proteina (θηλ.ουσ)
proteinoterapia (θηλ.ουσ)
protele (ουσ αρσ )
protendere (ρ. μτβ.)
protendersi (ρ.μ. (αντων.))
proteo (ουσ αρσ )
proteolisi (θηλ.ουσ)
proterandria (θηλ.ουσ)
proteroginia (θηλ.ουσ)
protervamente (επίρ.)
protervia (θηλ.ουσ)
protervo (επίθ.)
protesi (θηλ.ουσ)
protesico (επίθ.)
protesista (ουσ αρσ και θηλ.)
protesta (θηλ.ουσ)
protestante (ουσ αρσ )
protestante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---