Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prostràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [prosˈtrare]

1 ρίχνω κάτω με νοκάουτ
2 φθείρω
3 εξευτελίζω
4 πετώ κάτω
5 καταβάλλω
6 εξαντλώ
7 ξαπλώνω στο έδαφος
8 ταπεινώνω
9 καταπονώ
10 κουράζω
11 ξεφτιλίζω

prostrarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [prosˈtrarsi]

1 εξευτελίζομαι
2 ταπεινώνομαι
3 προσπέφτω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prostituzione prostrato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prostilo (επίθ.)
prostituire (ρ. μτβ.)
prostituirsi (ρ.μ. (αντων.))
prostituta (θηλ.ουσ)
prostituzione (θηλ.ουσ)
prostrare (ρ. μτβ.)
prostrarsi (ρ.μ. (αντων.))
prostrato (αρσ. επίθ και ουσ)
prostrazione (θηλ.ουσ)
prosuocera (θηλ.ουσ)
prosuocero (ουσ αρσ )
protagonista (ουσ αρσ )
protagonista (θηλ.ουσ)
protalamio (ουσ αρσ )
protallo (ουσ αρσ )
protasi (θηλ.ουσ)
proteggere (ρ. μτβ.)
proteggersi (ρ.μ. (αντων.))
proteico (επίθ.)
proteiforme (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---