Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόprostituìre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [prostituˈire] 1 εκπορνεύω 2 εκδίδω (γυναίκα) 3 εκμαυλίζω 4 εξευτελίζω prostituirsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [prostituˈirsi] 1 εκπορνεύομαι 2 εξευτελίζομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |