Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόprotàllo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [proˈtallo] 1 προθάλλιο 2 γαμετόφυτο πτεριδοφύτου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |