Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόprostràto
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [prosˈtrato] 1 εξαντλημένος 2 αποθαρρυμένος 3 ξαπλωμένος 4 καταβεβλημένος 5 φθαρμένος 6 πρηνής 7 θλιμμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |