Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prostràto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [prosˈtrato]

1 εξαντλημένος
2 αποθαρρυμένος
3 ξαπλωμένος
4 καταβεβλημένος
5 φθαρμένος
6 πρηνής
7 θλιμμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prostrarsi prostrazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prostituirsi (ρ.μ. (αντων.))
prostituta (θηλ.ουσ)
prostituzione (θηλ.ουσ)
prostrare (ρ. μτβ.)
prostrarsi (ρ.μ. (αντων.))
prostrato (αρσ. επίθ και ουσ)
prostrazione (θηλ.ουσ)
prosuocera (θηλ.ουσ)
prosuocero (ουσ αρσ )
protagonista (ουσ αρσ )
protagonista (θηλ.ουσ)
protalamio (ουσ αρσ )
protallo (ουσ αρσ )
protasi (θηλ.ουσ)
proteggere (ρ. μτβ.)
proteggersi (ρ.μ. (αντων.))
proteico (επίθ.)
proteiforme (επίθ.)
proteina (θηλ.ουσ)
proteinoterapia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---