Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prostituzióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [prostitutˈtsjone]

εκπόρνευση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prostituta prostrare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prostetico (επίθ.)
prostilo (επίθ.)
prostituire (ρ. μτβ.)
prostituirsi (ρ.μ. (αντων.))
prostituta (θηλ.ουσ)
prostituzione (θηλ.ουσ)
prostrare (ρ. μτβ.)
prostrarsi (ρ.μ. (αντων.))
prostrato (αρσ. επίθ και ουσ)
prostrazione (θηλ.ουσ)
prosuocera (θηλ.ουσ)
prosuocero (ουσ αρσ )
protagonista (ουσ αρσ )
protagonista (θηλ.ουσ)
protalamio (ουσ αρσ )
protallo (ουσ αρσ )
protasi (θηλ.ουσ)
proteggere (ρ. μτβ.)
proteggersi (ρ.μ. (αντων.))
proteico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---