Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prostètico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [prosˈtɛtiko]

προσθετικός (γραμματική)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prostesi prostilo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prostatite (θηλ.ουσ)
prosternare (ρ. μτβ.)
prosternarsi (ρ. μ. αμτβ.)
prosternazione (θηλ.ουσ)
prostesi (θηλ.ουσ)
prostetico (επίθ.)
prostilo (επίθ.)
prostituire (ρ. μτβ.)
prostituirsi (ρ.μ. (αντων.))
prostituta (θηλ.ουσ)
prostituzione (θηλ.ουσ)
prostrare (ρ. μτβ.)
prostrarsi (ρ.μ. (αντων.))
prostrato (αρσ. επίθ και ουσ)
prostrazione (θηλ.ουσ)
prosuocera (θηλ.ουσ)
prosuocero (ουσ αρσ )
protagonista (ουσ αρσ )
protagonista (θηλ.ουσ)
protalamio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---