Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prosternàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [prosterˈnare]

1 καταβάλλω
2 ρίχνω κάτω

prosternàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [prosterˈnarsi]

1 πέφτω μπρούμυτα
2 προσπέφτω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prostatite prosternazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prostaglandina (θηλ.ουσ)
prostata (θηλ.ουσ)
prostatectomia (θηλ.ουσ)
prostatico (αρσ. επίθ και ουσ)
prostatite (θηλ.ουσ)
prosternare (ρ. μτβ.)
prosternarsi (ρ. μ. αμτβ.)
prosternazione (θηλ.ουσ)
prostesi (θηλ.ουσ)
prostetico (επίθ.)
prostilo (επίθ.)
prostituire (ρ. μτβ.)
prostituirsi (ρ.μ. (αντων.))
prostituta (θηλ.ουσ)
prostituzione (θηλ.ουσ)
prostrare (ρ. μτβ.)
prostrarsi (ρ.μ. (αντων.))
prostrato (αρσ. επίθ και ουσ)
prostrazione (θηλ.ουσ)
prosuocera (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---