Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prolìfero (επίθ.) promèteo (ουσ αρσ )
prolificàre (ρ.αμτβ.) promettènte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
prolificazióne (θηλ.ουσ) prométtere (ρ. μτβ.)
prolificità (θηλ.ουσ) promettersi (ρ.μ. (αντων.))
prolìfico (επίθ.) promettitóre (αρσ. επίθ και ουσ)
prolissaménte (επίρ.) prominènte (επίθ.)
prolissità (θηλ.ουσ) prominènza (θηλ.ουσ)
prolìsso (επίθ.) promiscuaménte (επίρ.)
pròlogo (ουσ αρσ ) promiscuità (θηλ.ουσ)
prolùdere (ρ.αμτβ.) promìscuo (επίθ.)
prolùnga (θηλ.ουσ) promissàrio (ουσ αρσ )
prolungàbile (επίθ.) promissòrio (επίθ.)
prolungabilità (θηλ.ουσ) promontòrio (ουσ αρσ )
prolungaménto (ουσ αρσ ) promòsso (ουσ αρσ )
prolungàre (ρ. μτβ.) promòsso (επίθ.)
prolungarsi (ρ.μ. (αντων.)) promotóre (ουσ αρσ )
prolungàto (αρσ. επίθ και ουσ) promotóre (επίθ.)
prolungazióne (θηλ.ουσ) promoviménto (ουσ αρσ )
prolusióne (θηλ.ουσ) promozionàle (επίθ.)
prolùvie (θηλ.ουσ) promozióne (θηλ.ουσ)
promemòria (ουσ αρσ ) promulgàre (ρ. μτβ.)
proméssa (θηλ.ουσ) promulgatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
promésso (ουσ αρσ ) promulgazióne (θηλ.ουσ)
promésso (επίθ.) promuòvere (ρ. μτβ.)
prometèico (επίθ.) prònao (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: