Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


promulgàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [promulˈgare]

1 θέτω σε ισχύ (νόμο)
2 δημοσιεύω (νόμο κλπ)
3 εκδίδω
4 δημοσιεύω επισήμως νόμους ή θεσπίσματα ή εντολές ή διατάγματα
5 θεσμοθετώ
6 διαδίδω
7 δημοσιοποιώ
8 θεσπίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  promozione promulgatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

promotore (ουσ αρσ )
promotore (επίθ.)
promovimento (ουσ αρσ )
promozionale (επίθ.)
promozione (θηλ.ουσ)
promulgare (ρ. μτβ.)
promulgatore (αρσ. επίθ και ουσ)
promulgazione (θηλ.ουσ)
promuovere (ρ. μτβ.)
pronao (ουσ αρσ )
pronatore (αρσ. επίθ και ουσ)
pronazione (θηλ.ουσ)
pronipote (ουσ αρσ )
pronipote (θηλ.ουσ)
prono (επίθ.)
pronome (ουσ αρσ )
pronominale (επίθ.)
pronosticare (ρ. μτβ.)
pronosticatore (αρσ. επίθ και ουσ)
pronostico (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---