promulgàre
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [promulˈgare]
1 θέτω σε ισχύ (νόμο)
2 δημοσιεύω (νόμο κλπ)
3 εκδίδω
4 δημοσιεύω επισήμως νόμους ή θεσπίσματα ή εντολές ή διατάγματα
5 θεσμοθετώ
6 διαδίδω
7 δημοσιοποιώ
8 θεσπίζω
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [promulˈgare]
1 θέτω σε ισχύ (νόμο)
2 δημοσιεύω (νόμο κλπ)
3 εκδίδω
4 δημοσιεύω επισήμως νόμους ή θεσπίσματα ή εντολές ή διατάγματα
5 θεσμοθετώ
6 διαδίδω
7 δημοσιοποιώ
8 θεσπίζω
permalink
promulgare (ρ. μτβ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android