Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


promotóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [promoˈtore]

1 θιασώτης
2 ιδρυτής
3 επιχειρηματίας
4 υποστηρικτής
5 θεμελιωτής
6 διαφημιστής
7 ανάδοχος (εταιρείας)
8 διοργανωτής
9 οργανωτής

promotóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [promoˈtore]

1 ο του προβιβασμού
2 ο της εμπορικής προώθησης
3 οργανωτικός
4 προωθών
5 διαφημιστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  promosso promovimento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

promissario (ουσ αρσ )
promissorio (επίθ.)
promontorio (ουσ αρσ )
promosso (ουσ αρσ )
promosso (επίθ.)
promotore (ουσ αρσ )
promotore (επίθ.)
promovimento (ουσ αρσ )
promozionale (επίθ.)
promozione (θηλ.ουσ)
promulgare (ρ. μτβ.)
promulgatore (αρσ. επίθ και ουσ)
promulgazione (θηλ.ουσ)
promuovere (ρ. μτβ.)
pronao (ουσ αρσ )
pronatore (αρσ. επίθ και ουσ)
pronazione (θηλ.ουσ)
pronipote (ουσ αρσ )
pronipote (θηλ.ουσ)
prono (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---