Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


promòsso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [proˈmɔsso]

1 υποψήφιος που πετυχαίνει
2 μαθητής που προβιβάζεται
3 φοιτητής που περνά μάθημα

promòsso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [proˈmɔsso]

προβιβασμένος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  promontorio promotore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

promiscuità (θηλ.ουσ)
promiscuo (επίθ.)
promissario (ουσ αρσ )
promissorio (επίθ.)
promontorio (ουσ αρσ )
promosso (ουσ αρσ )
promosso (επίθ.)
promotore (ουσ αρσ )
promotore (επίθ.)
promovimento (ουσ αρσ )
promozionale (επίθ.)
promozione (θηλ.ουσ)
promulgare (ρ. μτβ.)
promulgatore (αρσ. επίθ και ουσ)
promulgazione (θηλ.ουσ)
promuovere (ρ. μτβ.)
pronao (ουσ αρσ )
pronatore (αρσ. επίθ και ουσ)
pronazione (θηλ.ουσ)
pronipote (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---