ItalianoGreco


promulgazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [promulgatˈtsjone]

1 δημοσίευση νόμου
2 δημοσιοποίηση άρθρων νόμου
3 δημοσιοποίηση
4 έναρξη εφαρμογής νόμου
5 προκήρυξη
6 επίσημη δημόσια προκήρυξη
7 θέσπιση
8 θεσμοθέτηση
9 διάδοση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---