Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pronòstico  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [proˈnɔstiko]

1 προγνωστικό
2 πρόβλεψη
3 προμάντεμα
4 ένδειξη που επιτρέπει προβλέψεις
5 μαντική προαίσθηση
6 πρόγνωση
7 προαίσθημα
8 προμήνυμα
9 προφητεία
10 οιωνός
11 προφητικό σημάδι
12 προάγγελμα
13 μήνυμα επικειμένου γεγονότος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pronosticatore prontamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prono (επίθ.)
pronome (ουσ αρσ )
pronominale (επίθ.)
pronosticare (ρ. μτβ.)
pronosticatore (αρσ. επίθ και ουσ)
pronostico (αρσ. επίθ και ουσ)
prontamente (επίρ.)
prontezza (θηλ.ουσ)
pronto (ουσ αρσ )
prontuario (ουσ αρσ )
pronuba (θηλ.ουσ)
pronubo (αρσ. επίθ και ουσ)
pronuncia (θηλ.ουσ)
pronunciamento (ουσ αρσ )
pronunciare (ρ. μτβ.)
pronunzia (θηλ.ουσ)
pronunziabile (επίθ.)
pronunziare (ρ. μτβ.)
pronunziarsi (ρ.μ. (αντων.))
pronunziato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---