Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prònubo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈprɔnubo]

1 κουμπάρος
2 έντομο που γονιμοποιεί τα φυτά με τη γύρη
3 αυτός που από το σόι της νύφης ετοίμαζε τον γάμο στην αρχαία Ρώμη
4 παράνυμφος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pronuba pronuncia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prontamente (επίρ.)
prontezza (θηλ.ουσ)
pronto (ουσ αρσ )
prontuario (ουσ αρσ )
pronuba (θηλ.ουσ)
pronubo (αρσ. επίθ και ουσ)
pronuncia (θηλ.ουσ)
pronunciamento (ουσ αρσ )
pronunciare (ρ. μτβ.)
pronunzia (θηλ.ουσ)
pronunziabile (επίθ.)
pronunziare (ρ. μτβ.)
pronunziarsi (ρ.μ. (αντων.))
pronunziato (ουσ αρσ )
pronunziato (επίθ.)
propagabile (επίθ.)
propagamento (ουσ αρσ )
propaganda (θηλ.ουσ)
propagandare (ρ. μτβ.)
propagandista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---