ItalianoGreco


prònubo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈprɔnubo]

1 κουμπάρος
2 έντομο που γονιμοποιεί τα φυτά με τη γύρη
3 αυτός που από το σόι της νύφης ετοίμαζε τον γάμο στην αρχαία Ρώμη
4 παράνυμφος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---